- εγγεγραμμένος
- -η, -ο1. αυτός που έχει γραφτεί («εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων, στο δημοτολόγιο»).2. φρ. «εγγεγραμμένο σχήμα σε άλλο» — σχήμα τού οποίου όλες οι κορυφές κείνται στην περίμετρο ενός άλλου σχήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγγεγραμμένος — ἐγγράφω make incisions into perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek
εγγράφω — εγγεγραμμένος, μτβ. 1. γράφω κάποιον μεταξύ άλλων σε βιβλίο, κατάλογο, πίνακα κτλ., καταγράφω, καταχωρίζω. 2. (μαθ.), γράφω με ορισμένο τρόπο γεωμετρικό σχήμα μέσα σε άλλο: Εγγράφω τρίγωνο σε κύκλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Πρέσπα — (ή Βρυγηίς). Όνομα 2 λιμνών, της Μεγάλης Π. και της Μικρής Π., που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μακεδονίας, στον νομό Φλώρινας (υψόμ. 850 μ.), και ανήκουν και η Μεγάλη (συνολική επιφάνεια 270 τ. χλμ.) στην Ελλάδα (37 τ. χλμ.), στην πρώην … Dictionary of Greek
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
ακροατής — ο (Α ἀκροατής) (Ν θηλ. ακροάτρια) [ἀκροῶμαι] 1. αυτός που ακούει κάποιον που μιλάει 2. αυτός που παρακολουθεί δημόσια ομιλία, θεατρική παράσταση, συναυλία, δίκη κ.λπ. νεοελλ. αυτός που παρακολουθεί πανεπιστημιακά ή άλλα μαθήματα χωρίς να είναι… … Dictionary of Greek
δημότης — ο (θηλ. δημότις και δημότισσα, η) (AM δημότης, Α και δαμότας και δαμέτας) αυτός που ανήκει σε κάποιο δήμο και είναι εγγεγραμμένος στα μητρώα του μσν. μέλος φατρίας ιπποδρόμου αρχ. 1. άνθρωπος τού δήμου, τού λαού, σε αντίθεση προς τους άρχοντες… … Dictionary of Greek
καπνικαρέα — Ναός της μεσοβυζαντινής περιόδου, αφιερωμένος στα Εισόδια της Θεοτόκου. Βρίσκεται επί της οδού Ερμού, στο κέντρο της Αθήνας. Είναι ναός εγγεγραμμένος σταυροειδής με τρούλο, με πρόσθετα κτίσματα το επίσης τρουλαίο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας στα … Dictionary of Greek